Dictionary - Μ-μ

Μ - μ

Μαερεύω - Mαγειρεύω - Maerevo - I Cook
Mαναχός ιμ' - Mόνος - Manahosim - By myself
Μαντζίρα/Ξύγαλα - Γιαούρτι - MantziraXigala - Yoghurt - Yoğurt
Μάραντα - Λουλούδια - Maranta - Flowers - Çiçekler
Mανουσάκ - Κυκλόμηνα - Manoushuk - Flower (a Violet)
Μαντζουλώνω - Μουντζουρώνω, λερώνω - Mantzoulono - I dirty
Μάρσα - Καημένη/Κακόμοιρη - Marsa - Poor/Unfortunate/Miserable - Zavallı
Ματοζύνιχον - Το ματάκι για το ματιασμα.- Matozinihon - Evil eye charm
Μαχαλάν - Γειτονιά (Yitonia) - Makhalan - Neighbourhood/District - Mahalle
Μένεμαν - Μήνυμα - Meneman - Message - İleti
Μεντζόν - Κάποιον Φωνάζω - Mentson - Message/Order
Μιντίκ - Μικρό/Ζωηρό - Mintik - Young/Agressive -  Genç/Agresif
Μοθοπώρ' - Φθινόπωρο - Mothopor - Autumn - Sonbahar
Μονάζω - Φιλοξενώ - Monazo - Accomodate/provide hospitality - Misafir etmek
Μουρτάκα - Μαξιλάρι Περσών - Mourtaka - Rounded Type Persian Pillow
Μούστα - Γροθιά - Mousta - Punch - Muşta
Mουτούλ - καρφί μπρωστά στο βουρκιάντ που τσιμπούσε - moutoul - pointy nail at the end of a stick used to pinch animals
Μουχαπέτ' - Μουσικό αντάμωμα - Moukhapet - Musical get-together - Muhabbet
Μουχτερόν - Γουρούνι - Mukhteron - Pig - Domuz
Μωμόγερος - Momogeros (see Μομογέροι - Momegoeroi) (απο την Ομηρική λέξη Ομωγέρ)