Page 14 of 24
Ξ - ξ
Ξαγουρεύκουμαι - Εξομολογούμαι - Ksagourefkoome - I confess
Ξάι - Καθόλου - Ksai - Never/Not At All
Ξαμούμαι - Ορμάω/Κάνω το μάγκα - Ksamoomeh - To be forceful/or overly arrogant
Ξαν - Ξανά - Ksan - Again
Ξενητέας - Ο ξενητεμένος - Kseniteas - Male living abroad
Ξεραχούμεν - Ξεκαρδίζομαι - Kserahoomen - Burst into laughter
Ξεριώνω - Στεγνώνω (ξηραίνω) - Kseriono - I allow to dry
Ξιλάγκ (ή ξυλάγκ) - Ξυλινό κουτί για τα γαλακτοκομικά προϊόντα - Ksilang - Wooden container for making dairy products
Ξύγαλαν - Γιαούρτι - Ksigalan - Yoghurt
Ξύλον - Ξύλο - Ksilon - Wood
Ξύμυτος - Μυτερός/Kοφτερός - Ksimitos - Sharp/Pointy
Ξυπόλντος - Ξυπόλυτος - Ksipolntos - Barefoot
Ξύνω - Ρίχνω - Kshino - I drop