Page 20 of 24
Υ - υ
Yείαν - Υγεία - Ian - Ηealth.
Υλάζω - Γαβγίζω (λέω κάτι δυνατά) - Ilazo - To Bark (shout loudly)
Υλίζω - Στραγγίζω - Ilizo - To Strain
Υλιστόν - Στραγγιστό γιαούρτι - Iliston - Drained Yoghurt
Ύψωμαν - Αντίδωρο - ipsoman - Holy bread